- ενοπή
- ἐνοπή, η (Α)1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ' ἐνοπῇ τ' ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.)2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» — μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.)4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος («αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὁμαδόν τ' ἀνθρώπων» — και τον ήχο από τους αυλούς και τις φλογέρες και τη βοή τών ανθρώπων, Ομ. Ιλ.)5. θόρυβος, τριγμός από συντριβή («σαρκῶν ἐνοπή ἠδ' ὀστέων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφολογικά δυνατή σύνδεση τής λέξεως με το ρ. εν(ν)έπω «λέγω, διηγούμαι» δεν είναι σημασιολογικά αποδεκτήείναι προτιμότερο να θεωρηθεί ενοπή < *εν-Fοπ-ή < ΙΕ ρίζα *wekw- «μιλάω» (πρβλ. έπος), με προρρηματικό εν- (πρβλ. λατ. in-voco «επικαλούμαι», αρχ. πρωσ. en-wachēmai «καλούμε»].
Dictionary of Greek. 2013.